τσιμεντοβιομηχανία

τσιμεντοβιομηχανία
η, Ν
(οικον.-τεχνολ.)
1. εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου
2. ο αντίστοιχος κλάδος τής βιομηχανικής παραγωγής και τής οικονομίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Κιτακιουσού — Πόλη (1.011.500 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, στο νησί Κιουσού, στην επαρχία Φουκουόκα (4.837 τ. χλμ., 5.015.633 κάτ.). Το 1963, με τη συγχώνευση των πόλεων Mότζι, Kοκούρα, Tομπάτα, Γιαβάτα (Γιαχάτα) και Bακαματσού σε έναν και μοναδικό ενιαίο δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Νταρχάν — (Darhan). Πόλη (69.600 κάτ. το 2003) της Μογγολίας, στην περιοχή Νταρχάν Ούουλ. Βρίσκεται στον βορρά, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει την πρωτεύουσα με τον Yπερσιβηρικό και με το πέρασμα του χρόνου τείνει να γίνει ένας δεύτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”